Πάργα

Πάργα
Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και Λιβαδαρίου. Η πρώτη μνεία της Π. με αυτή την ονομασία ανάγεται στο 1337 (Ιωάννης Καντακουζηνός)· όπως φαίνεται, δεν αναφέρεται στη λεγόμενη Παλαιόπαργα (σημερινό Καστέλι), που συνοικίστηκε ίσως στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αι., αλλά στη Νέα Πάργα, που δημιουργήθηκε ύστερα από την καταφυγή εκεί των κατοίκων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τις επιδρομές των αλβανικών φυλών της Πωγωνιανής. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με τη συρροή κατοίκων της περιοχής της Βαγενντίας (απέναντι από την Κέρκυρα) γύρω στα 1365-70. Την ίδια εποχή οι Παργινοί ήρθαν σε συμφωνία συμμαχίας με τους κυρίαρχους της Κέρκυρας Νορμανδούς και έχτισαν με τη βοήθειά τους το πρώτο φρούριο της πόλης. Τη νορμανδική επικυριαρχία διαδέχθηκε κατά τα τέλη του 14ου αι. η βενετική, χωρίς ωστόσο να διακοπούν τελείως οι επαφές των Παργινών με τους Νορμανδούς, που διατηρούσαν ακόμα ισχυρά προπύργια στην Ήπειρο (Άγ. Δονάτος) μέχρι το 1390. Στις αρχές του 15ου αι., η Π. υπέστη τις αρπακτικές επιθέσεις των Αλβανοσέρβων φυλάρχων της Μαζαρακιάς. Για να προστατευθούν, οι Παργινοί προσπάθησαν και πέτυχαν στις 22 Μαρτίου 1401 να κλείσουν συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Βενετία, από την οποία απέσπασαν ορισμένα σημαντικά προνόμια, που τους κατοχύρωναν την αυτονομία και την ασφάλεια. Τα προνόμια αυτά ανανεώθηκαν στις 9 Αυγούστου 1447 από τον Βενετό δόγη Φραγκίσκο Φοσκαρίνι. Το 1452 η Π. ακολούθησε την τύχη των άλλων ηπειρωτικών πόλεων, που έπεσαν η μία μετά την άλλη στα χέρια των Οθωμανών. Η τουρκική ωστόσο κυριαρχία δεν κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια. Και, επειδή στην κατάλυση της τουρκικής εξουσίας πλάι στους Βενετούς πήραν ενεργό μέρος οι Κερκυραίοι, η Βενετία παραχώρησε στα 1455 τη διοίκηση της πόλης στους ευγενείς της Κέρκυρας, μεταξύ των οποίων θα εκλεγόταν κάθε τρία χρόνια ο διοικητικός εκπρόσωπος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στην Π. Με ομοεθνείς και ομόδοξους διοικητές, η Π. γνώρισε στα χρόνια της βενετοκρατίας σημαντική οικονομική ανάπτυξη, αν και δεν έλειψαν οι καταχρήσεις εκ μέρους των Ελλήνων υπαλλήλων της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, γεγονός που επέβαλε τον περιορισμό της τριετούς θητείας του Κερκυραίου κυβερνήτη σε μονοετή περίοδο (δουκική απόφαση του Λεονάρντο Λορεντάν, 13 Δεκεμβρίου 1511). Η Π. δεν έπαψε να αποτελεί στόχο των Οθωμανών σε ειρηνικές περιόδους –οπότε ασκούνταν συνήθως οικονομικοί εκβιασμοί και πιέσεις κυρίως εκ μέρους των μουσουλμάνων Αλβανών του Μαργαριτίου– αλλά προπάντων στις περιόδους των τουρκοβενετικών κρίσεων. Κατά τη διάρκεια του Γ’ Bενετοτουρκικού πολέμου (1537-40), η Π. δέχτηκε, όπως και η Κέρκυρα, τις επιθέσεις του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, οι δυνάμεις του οποίου την κατέλαβαν και την πυρπόλησαν. Οι κάτοικοι σκορπίστηκαν στα γειτονικά χωριά Ράπεζα, Aγιά, ΄Αρπιτσα, Τουριά, Ντόμπρα, Σένιτσα, Ζέρη και Αγία Κυριακή, ώσπου το 1567 η βενετική διοίκηση της Κέρκυρας άρχισε να φροντίζει για τον επανοικισμό του βενετικού αυτού προγεφυρώματος στην Ελλάδα. Συγχρόνως με την επιστροφή των κατοίκων στην Π. άρχισε η κατασκευή του φρουρίου της και η ανασυγκρότηση της ερημωμένης πόλης. Διοικητής (πολιτικός) διορίστηκε ο Κερκυραίος ευπατρίδης Δήμος Μόσχος, ο οποίος όμως γρήγορα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του ύστερα από τις τουρκικές επιθέσεις που προκάλεσε η έκρηξη του νέου Tουρκοβενετικού πολέμου για την Κύπρο (1570-71). Την εποχή του πολέμου αυτού συνδέθηκε με την Π. το όνομα του Κερκυραίου ευγενούς Πέτρου Λάντζα, γιου παλαιού διοικητή της πόλης και φημισμένου κουρσάρου των ηπειρωτικών παραλίων κατά τα μέσα του 16ου αι. Ο Λάντζας πρωτοστάτησε στην ενίσχυση του φρουρίου της Π., αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της στρατιωτικής φρουράς της, βοήθησε τους Βενετούς να εδραιωθούν στην ενδοχώρα της περιοχής και ανέλαβε, μετά το τέλος του πολέμου, τη διοίκηση της πόλης. Η υπογραφή όμως της τουρκοβενετικής ειρήνης του Μαρτίου του 1573 προκάλεσε την αντίδρασή του, γεγονός που αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά από τη βενετική κυβέρνηση, η οποία διέταξε τη θανάτωση του Λάντζα και τη σύλληψη των Παργινών συνεργατών του. Ο Λάντζας και αρκετοί ναυτικοί της Π. πέρασαν τότε στην υπηρεσία του Ισπανού αντιβασιλιά της Νάπολης, ο οποίος προσπάθησε στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ou αι. να αποκτήσει στην Π. και στην περιοχή της πιστούς συνεργάτες. Λίγο μετά τη λήξη του Kυπριακού πολέμου, τον Φεβρουάριο του 1572, οι Παργινοί πέτυχαν από τη Bενετία την αναγνώριση των θυσιών τους κατά τον πόλεμο, την ανανέωση των πατροπαράδοτων προνομίων και ενίσχυση για την ανοικοδόμηση της πόλης τους και τον περιτειχισμό της. Το παλιό φρούριο ξαναχτίστηκε και απέκτησε την περίπου σημερινή του μορφή. Η αλλοτινή ευημερία ξαναγύρισε στην Π., που στράφηκε τώρα στο διαμετακομιστικό εμπόριο των προϊόντων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της βορειοδυτικής Στερεάς. Στις 19 Αυγούστου 1640, με απόφαση του γενικού προβλεπτή θάλασσας Αλοισίου Τζόρτζι, η βενετική διοίκηση παραχώρησε νέα προνόμια και νέες οικονομικές διευκολύνσεις στους Παργινούς. Η κατάσταση αυτή κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 18ου αι., οπότε η εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο του Αλή πασά του Τεπελενλή προκάλεσε νέους κινδύνους, τους πλέον σοβαρούς για την Π. Την εποχή αυτή, η σημασία της πόλης ως γέφυρας μεταξύ της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας και της Βενετίας είχε αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί η Π. ως καταφύγιο για κλέφτες και διάφορους πολέμαρχους (Μπουκουβάλα, Λ. Κατσώνη κ.ά.) και για τις οικογένειες των μεγάλων οπλαρχηγών της Θεσσαλίας, της Ακαρνανίας και της Ηπείρου. Για τον ίδιο λόγο η Π. αποτέλεσε για τους Σουλιώτες το επίνειο και τον τροφοδότη τους σε εφόδια και όπλα. Το 1797 καταλύθηκε από τον Ναπολέοντα η βενετική δημοκρατία, την οποία διαδέχθηκε, στα Επτάνησα και στην Π., η γαλλική κυριαρχία. Οι Γάλλοι ανανέωσαν τα προνόμια των Παργινών και ανέκοψαν τις κατακτητικές διαθέσεις του Αλή πασά εναντίον της πόλης. Στις 12 Νοεμβρίου 1798 οι κάτοικοι, για να αποφύγουν εισβολή του στρατού του Αλή, κήρυξαν την πόλη τους κτήση της ημιαυτόνομης Επτανήσου Πολιτείας, που τότε περιερχόταν στην κοινή επικυριαρχία Ρωσίας και Τουρκίας (ίδρυσή της: 25 Μαρτίου 1802). Άλλη μια απόπειρα του Τεπελενλή να εξασφαλίσει με φιρμάνι την κυριαχία του επί της Π. απέτυχε στις αρχές του 1807, καθώς επίσης και κατά την εποχή της επέκτασης του σατράπη των Ιωαννίνων αμέσως μετά τη γαλλική επέμβαση στα Επτάνησα μετά τη συνθήκη του Τΐλσιτ (Ιούλιος 1807). Η γαλλική προστασία της Π. κράτησε μέχρι το 1814, εποχή που επικράτησε η βρετανική κυριαρχία στα Ιόνια νησιά. Η αγγλοτουρκική συμφωνία της 17ης Μαΐου 1817 και οι συνεννοήσεις των αγγλικών αρχών της Κέρκυρας με τον Αλή πασά κατέληξαν στην πώληση της Π. στους Οθωμανούς – και ουσιαστικά στον Αλή γεγονός που προκάλεσε, εκτός από τις διαμαρτυρίες των Ευρωπαίων φιλελλήνων, τραγικές εξελίξεις στην πληθυσμιακή εξέλιξη της πόλης. Το 1819 περίπου 4.000 Παργινοί είχαν εγκαταλείψει την Π. για να καταφύγουν στην Κέρκυρα. Στις εξόδους των κατοίκων κατά τα προεπαναστατικά χρόνια ανήκει και η εγκατάσταση του Κωνσταντίνου Κανάρη (που γεννήθηκε το 1790 και μεγάλωσε στην Π.) στα Ψαρά. Από τους φυγάδες Παργινούς της Κέρκυρας συγκροτήθηκε, μετά την έκρηξη της Eλληνικής Eπανάστασης, μια στρατιωτική δύναμη 300 ανδρών, οι οποίοι, με τη βοήθεια των Σουλιωτών, αποβιβάστηκαν στη Ρηνιάσα και, πάλι με τη βοήθεια Σουλιωτών, προσπάθησαν να καταλύσουν τις τουρκικές αρχές στην Π. και στην περιοχή της, αλλά χωρίς επιτυχία. Το 1831 πραγματοποιήθηκε μερικός επανοικισμός της Π., αλλά όχι από τους παλαιούς της κατοίκους, από τους οποίους λίγοι μόνο ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους. Τότε εγκαταστάθηκαν στην Π. χριστιανοί και μουσουλμάνοι από τη Θεσσαλία, τη δυτική Στερεά και άλλες γειτονικές περιοχές. Το 1847 η οικονομική κατάσταση της Π. σημείωσε νέα κάμψη. Ύστερα από τη μετατροπή της επαρχίας της σε τσιφλίκι, μοιράστηκε σε τοπικούς πασάδες, που την εκμεταλλεύονταν εκμισθώνοντας τις κτήσεις τους με επαχθείς όρους (18.000 γρόσια για κάθε δύο χρόνια) στους χριστιανούς καλλιεργητές, τους άλλοτε ιδιοκτήτες των γαιών αυτών. Η κατάσταση δεν παρουσίασε αξιοσημείωτες αλλαγές μέχρι την απελευθέρωση της Ηπείρου, οπότε και η Π., ύστερα από την πτώση των Ιωαννίνων, πέρασε στην ελληνική επικράτεια (τέλη Φεβρουαρίου 1913) και ακολουθούθησε πλέον την ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους. Άποψη της γραφικής Πάργας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πάργα — Sp Párga Ap Πάργα/Parga L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αραβαντινός, Παναγιώτης — (Πάργα 1811 – Ιωάννινα 1870).Λόγιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Γκίλφορντ στην Κέρκυρα, χρημάτισε δάσκαλος στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και των γλωσσικών ιδιωμάτων της Ηπείρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ηπίτης, Πέτρος Κ — (Πάργα τέλη 18ου αι. – Αθήνα 1861). Γιατρός. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου δημοσίευσε πραγματεία με τον τίτλο Λοιμολογία ή περί πανώλους, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου συνδέθηκε στενά με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κονοφάος, Χρύσανθος — (Πάργα 1790 – Αθήνα 1857). Λόγιος. Σπούδασε στα Ιωάννινα κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και αργότερα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Το 1814 προσκλήθηκε από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων να αναλάβει τη διεύθυνση της πρωτοσυγκελίας της μητρόπολης. Διώχθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Μανιάκης, Νικόλαος — (Πάργα 1812 – Πάτρα 1852). Νομικός. Σπούδασε νομικά στην Αγγλία. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής του δικαίου στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (1826). Μετά τον θάνατο του Άγγλου αρμοστή Γκίλφορντ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Parga — Infobox Greek Dimos name = Parga name local = Πάργα periph = Epirus prefec = Preveza province = population = 4033 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf source] pop dens = area …   Wikipedia

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • Parga — 39° 17′ 00″ N 20° 24′ 00″ E / 39.283333, 20.4 …   Wikipédia en Français

  • ζάλογγο — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 114 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μολοσσών. Με το όνομα Ζ. είναι γνωστή η ιστορική τοποθεσία της Ηπείρου, βόρεια της Πρέβεζας, στο ομώνυμο βουνό. Το… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Οπλαρχηγός, που καταγόταν από την Πάργα. Σκοτώθηκε στη διάρκεια του Αγώνα. 2. Σπύρος. Οπλαρχηγός, που καταγόταν από την Πάργα. Σκοτώθηκε στη διάρκεια του Αγώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”